φαβοτύπος

φαβοτύπος
φαβοτύπος
dove-striker
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαβοτύπος — ὁ, Α 1. αυτός που χτυπά περιστέρια 2. είδος γερακιού που σκοτώνει περιστέρια («ἱέρακες ἄμφω ὅ τε φαβοτύπος καὶ ὁ σπιζίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + τυπος (< τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ζῳο τύπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”